crisis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- crisis < αρχαία ελληνική κρίσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crisis (en)
- κρίση (επιδείνωση μιας κατάστασης)
Ολλανδικά (nl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crisis (nl)
- κρίση (επιδείνωση μιας κατάστασης)
- οικονομική κρίση