elbow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
elbow | elbows |
elbow (en)
- ο αγκώνας
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | elbow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | elbows |
αόριστος | elbowed |
παθητική μετοχή | elbowed |
ενεργητική μετοχή | elbowing |
elbow (en)