Μετάβαση στο περιεχόμενο

elbow

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
elbow elbows

elbow (en)

  • (ανατομία) ο αγκώνας
      I washed my elbow before my game.
    Έπλυνα τον αγκώνα μου πριν τον αγώνα μου.
ενεστώτας elbow
γ΄ ενικό ενεστώτα elbows
αόριστος elbowed
παθητική μετοχή elbowed
ενεργητική μετοχή elbowing

elbow (en)

  • διαγκωνίζομαι, περνάω σπρώχνοντας
      They elbowed their way through (the crowd) to see who would be first to shake the winner’s hand.
    Διαγκωνίζονται ποιος θα σφίξει πρώτος το χέρι του νικητή.
      He elbowed his way through the crowd.
    Πέρασε μέσα από το πλήθος σπρώχνοντας.