automatic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | automatic |
συγκριτικός | more automatic |
υπερθετικός | most automatic |
automatic (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
automatic | automatics |
automatic (en)
- το αυτόματο, πυροβόλο όπλο
- το αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον όρο automatic transmission
- (κατ’ επέκταση) το αυτοκίνητο με αυτόματο κιβώτιο, το αυτόματο αυτοκίνητο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
automatic firearm στην αγγλική Βικιπαίδεια
-
automatic transmission στην αγγλική Βικιπαίδεια