manual
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
manual (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
manual (en)
- εγχειρίδιο οδηγιών, εγχειρίδιο χρήσης
- ↪ consult the manual - συμβουλευτείτε το εγχειρίδιο
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
manual | manuais |
manual (pt) αρσενικό