manual
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
manual | manuals |
manual (en)
- εγχειρίδιο οδηγιών, εγχειρίδιο χρήσης
- ↪ consult the manual - συμβουλευτείτε το εγχειρίδιο
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | manual |
συγκριτικός | more manual |
υπερθετικός | most manual |
manual (en)
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
manual | manuals |
manual (en)
- το χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον όρο manual transmission
- (κατ’ επέκταση) το αυτοκίνητο με ταχύτητα
- ↪ I can drive a manual (car).
- Μπορώ να οδηγήσω αυτοκίνητο με ταχύτητα.
- ≈ συνώνυμα: stick shift
- ≠ αντώνυμα: automatic
- ↪ I can drive a manual (car).
Πηγές[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
manual | manuais |
manual (pt) αρσενικό