bitumen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bitumen < (άμεσο δάνειο) λατινική bitumen

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈbɪt.jʊ.mɪn/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈbɪt͡ʃ.ʊ.mɪn/ (βρετανικό)
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bitumen bitumena / bitumens

bitumen (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας bitumen
γ΄ ενικό ενεστώτα bitumens
αόριστος bitumened
παθητική μετοχή bitumened
ενεργητική μετοχή bitumening

bitumen (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bitumen (la) ουδέτερο

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική bitumen bitumină
γενική bituminis bituminum
δοτική bituminī bituminĭbus
αιτιατική bitumen bitumină
κλητική bitumen bitumină
αφαιρετική bitumine bituminĭbus
(γ' κλίση)

Απόγονοι[επεξεργασία]

bitumen (λατινικά)

γαλλικά: béton
γερμανικά: Beton
νέα ελληνικά: μπετόν
αγγλικά: bitumen
ρωσικά: битум (bítum)

Πηγές[επεξεργασία]