radio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Radio, rádio

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
radio radios

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

radio (en)

  1. το ραδιόφωνο
  2. ο ασύρματος (η συσκευή)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
radio radios

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

radio (fr) θηλυκό

  1. το ραδιόφωνο
     συνώνυμα: autoradio, baladeur, poste, radiocassette, radio-réveil, transistor
  2. ο ασύρματοςσυσκευή)



Δανικά (da)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

radio (da)



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική radio radioj
αιτιατική radion radiojn

Ετυμολογία [επεξεργασία]

radio < radi- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

radio (eo)



Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
radio radios

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

radio (es)

  1. το ραδιόφωνο
  2. (γεωμετρία) η ακτίνα του κύκλου



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

radio < λατινική radium

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

radio (it)

  1. το ραδιόφωνο
  2. το χημικό στοιχείο ράδιο



Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

radio (no)



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

radio (nl)



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

radio (pl)



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

radio (sv)



Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

radio (fi)