interact

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας interact
γ΄ ενικό ενεστώτα interacts
αόριστος interacted
παθητική μετοχή interacted
ενεργητική μετοχή interacting

Ετυμολογία [επεξεργασία]

interact < inter- + act

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɪntəɹˈækt/ (βρετανικό)

Ρήμα[επεξεργασία]

interact (en)

  • αλληλεπιδρώ
    Whales interact with each other by sound.
    Οι φάλαινες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με ήχο.

Παράγωγα[επεξεργασία]