ενεργοποίηση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενεργοποίηση | οι | ενεργοποιήσεις |
| γενική | της | ενεργοποίησης* | των | ενεργοποιήσεων |
| αιτιατική | την | ενεργοποίηση | τις | ενεργοποιήσεις |
| κλητική | ενεργοποίηση | ενεργοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ενεργοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενεργοποίηση < ενεργοποιώ + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενεργοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενεργοποιώ