Μετάβαση στο περιεχόμενο

activation

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

activation (en)

  1. ενεργοποίηση
  2. (πληροφορική) βλ. function activation

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
activation activations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

activation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη activer