activation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
activation (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
activation | activations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
activation (fr) θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη activer