ρουφέτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρουφέτι τα ρουφέτια
      γενική του ρουφετιού των ρουφετιών
    αιτιατική το ρουφέτι τα ρουφέτια
     κλητική ρουφέτι ρουφέτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρουφέτι < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾuˈfe.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐φέ‐τι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρουφέτι ουδέτερο

  • (παρωχημένο) η συντεχνία, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας
    ※  Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, η συντεχνιακή οργάνωση, με κριτήρια αυστηρά επαγγελματικά και όχι εισοδηματικά, διατηρείται στα πλαίσια αφενός ευρύτερων πολιτισμικών παραδόσεων και αφετέρου στη βάση της εξυπηρέτησης ορισμένων διοικητικών αναγκών της οθωμανικής εξουσίας. Ο θεσμός της συντεχνίας κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αλλάζει ονομασία. Πλέον ονομάζεται «ισνάφ» ή «εσνάφ» (ισνάφι-συνάφι) από την τουρκική λέξη esnaf, καθώς και «ρουφέτ» (ρουφέτι), από την αραβική λέξη rufet∙ αμφότερες σημαίνουν συνένωση ανθρώπων που ασκούν κάποια τέχνη με σκοπό το κέρδος.
    Ιστορία. Η μεσαία τάξη και οι συντεχνίες στην Τουρκοκρατία (1 Αυγούστου 2017), Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • ρουφέτι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)