γραμμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γραμμικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με γραμμή
- που αφορά στη σχεδίαση με χρήση γεωμετρικών οργάνων
- γραμμικό σχέδιο (σε αντιδιαστολή με το ελεύθερο σχέδιο)
- (μαθηματικά) που απεικονίζεται ως ευθεία γραμμή
- γραμμική συνάρτηση
- (μεταφορικά) που εξελίσσεται στη νοητή γραμμή του χρόνου σε μία μόνο κατεύθυνση
- χαρακτηρισμός συλλαβικών συστημάτων γραφής
- η γραμμική γραφή Β των μυκηναϊκών πινακίδων αποκρυπτογραφήθηκε από τους Βέντρις και Τσάνγουικ
- (για μέσο επικοινωνίας και πληροφόρησης) που χρησιμοποιείται με κάποια σειρά (πχ. μαγνητική ταινία, κινηματογραφική ταινία, μυθιστόρημα, κλπ.), αντίθετα με το μη γραμμικό μέσο (πχ. λεξικό, εφημερίδα, υπερκείμενο, κλπ.)[1]
- που αφορά στη σχεδίαση με χρήση γεωμετρικών οργάνων
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ 11.1.1 Γραμμική και μη γραμμική πρόσβαση στην πληροφορία , από Εφαρμογές Πληροφορικής Υπολογιστών (Α, Β, Γ Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή. Προσπέλαση 2020-07-08.