aggregate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aggregate (en)
- σύνολο, άθροισμα
- σύμφυρση
- συσσωμάτωμα
- αμμοχάλικο, αδρανή (τσιμέντου)
Επίθετο[επεξεργασία]
aggregate (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Προφορά 2[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈæɡɹɪˌɡeɪt/
- (ΗΠΑ)
Ρήμα[επεξεργασία]
aggregate (en)