desert
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
desert | deserts |
desert (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- desert στην αγγλική Βικιπαίδεια
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /dɪˈzɜ:(ɹ)t/
- ⓘ
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | desert |
γ΄ ενικό ενεστώτα | deserts |
αόριστος | deserted |
παθητική μετοχή | deserted |
ενεργητική μετοχή | deserting |
desert (en)
Πηγές[επεξεργασία]
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
desert (ca)