parasite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

parasite (en)

  1. το παράσιτο (οργανισμός ή άνθρωπος που ζει εκ βάρους άλλου)


Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ʁa.zit/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
parasite parasites

parasite (fr) αρσενικό

  1. το παράσιτο