σίλφιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σίλφιο | τα | σίλφια |
γενική | του | σίλφιου | των | σίλφιων |
αιτιατική | το | σίλφιο | τα | σίλφια |
κλητική | σίλφιο | σίλφια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σίλφιο < αρχαία ελληνική σίλφιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σίλφιο ουδέτερο
- (βοτανική, φαρμακευτική) αρχαίο φυτό, που χρησιμοποιούνταν ως καρύκευμα και ως φάρμακο και σήμερα έχει εξαφανιστεί
- ※ Το πολυπόθητο φυτό αποτέλεσε γρήγορα ένα κερδοφόρο εξαγώγιμο εμπορικό προϊόν που χάρισε σημαντικά πλούτη στους Κυρηναίους. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23-79 μ.Χ.), στην Φυσική Ιστορία του (Βιβλίο XIX, 15), αναφέρει ότι το σίλφιον κόστιζε το βάρος του σε ασήμι. (www.lifo.gr, 4/11/2019)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σίλφιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)