σίλφιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σίλφιον | τὰ | σίλφιᾰ |
γενική | τοῦ | σιλφίου | τῶν | σιλφίων |
δοτική | τῷ | σιλφίῳ | τοῖς | σιλφίοις |
αιτιατική | τὸ | σίλφιον | τὰ | σίλφιᾰ |
κλητική ὦ! | σίλφιον | σίλφιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σιλφίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σιλφίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σίλφιον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σίλφιον ουδέτερο
- (φυτό) σίλφιο, αρχαίο φυτό, που χρησιμοποιούνταν ως καρύκευμα και ως φάρμακο και σήμερα έχει εξαφανιστεί
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σίλφιον στη Βικιπαίδεια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)