ασβεστίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασβεστίτης < ασβέστης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ασβεστίτης αρσενικό
- κρυσταλλικό ορυκτό που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασβεστίτης
|