cure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cure (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
cure (en)
- θεραπεύω
- σταθεροποιούμαι χημικά, ζυμωτικά κτλ
- για την χημική σταθεροποίηση του μπετόν
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cure (fr)
- θεραπεία
- Il a subi une cure longue et coûteuse : υπέστη μακρά και ακριβή θεραπεία
- δίαιτα (διατροφή με ένα συγκεριμένο είδος)
- ενορία
- η διαμονή του ενοριακού ιερέα