cure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: curé

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cure (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

cure (en)

  1. θεραπεύω
  2. σταθεροποιούμαι χημικά, ζυμωτικά κτλ
    για την χημική σταθεροποίηση του μπετόν



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cure (fr)

  1. θεραπεία
    Il a subi une cure longue et coûteuse : υπέστη μακρά και ακριβή θεραπεία
  2. δίαιτα (διατροφή με ένα συγκεριμένο είδος)
  3. ενορία
  4. η διαμονή του ενοριακού ιερέα

Συγγενικά[επεξεργασία]