canal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
canal | canals |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]canal (en)
- το κανάλι, ένα μακρύ ευθύ πέρασμα στο έδαφος και γεμάτο με νερό για να ταξιδεύουν βάρκες και πλοία ή για να μεταφέρουν νερό σε χωράφια, καλλιέργειες κτλ.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
canal | canaux |
canal (fr) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]canal (ro)
- κανάλι
- selectați canalul - διαλέξτε το κανάλι