Μετάβαση στο περιεχόμενο

ειρηνοδίκης

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ειρηνοδίκης οι ειρηνοδίκες
      γενική του ειρηνοδίκη των ειρηνοδικών
    αιτιατική τον ειρηνοδίκη τους ειρηνοδίκες
     κλητική ειρηνοδίκη ειρηνοδίκες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ειρηνοδίκης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἰρηνοδίκαι (εἰρηνοδίκηςστον πληθυντικό, σώμα ρωμαίων ιερέων με καθήκοντα επίβλεψης των λαών) και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική juge de paix < juge (δικαστής, -δίκης) + de (της) + paix (ειρήνης)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.ɾi.noˈði.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ειρηνοδίκης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ειρηνοδίκης αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις ειρήνη και δίκη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]