εἰρηνοδίκαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ εἰρηνοδίκαι
      γενική τῶν εἰρηνοδικῶν
      δοτική τοῖς εἰρηνοδίκαις
    αιτιατική τοὺς εἰρηνοδίκᾱς
     κλητική ! εἰρηνοδίκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ εἰρηνοδίκ
γεν-δοτ τοῖν εἰρηνοδίκαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Δείτε και εἰρηνοδίκης.
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εἰρηνοδίκαι πρώτη γραπτή εμφάνιση 1ος αιώνας, Διονύσιος Αλικαρνασσεύς < απόδοση για τη λατινική fetiales, πληθυντικός του fētiālis.[1] Μορφολογικά, αναλύεται σε εἰρήν(η) + -ο- + δίκης στον πληθυντικό (δίκη)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εἰρηνοδίκαι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις εἰρήνη και δίκη

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Fetial στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ειρηνοδίκης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]