sculpture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sculpture | sculptures |
sculpture (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το γλυπτό, το έργο γλυπτικής
- ↪ the sculptures of the Parthenon - τα γλυπτά του Παρθενώνα
- (μη μετρήσιμο) η γλυπτική, η τέχνη της δημιουργίας τρισδιάστατων μορφών ή παραστάσεων πάνω σε σκληρό υλικό
- ↪ ancient/abstract/monumental/modern sculpture - αρχαία/αφαιρετική/μνημειακή/μοντέρνα γλυπτική
Ρήμα[επεξεργασία]
sculpture (en)
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sculpture | sculptures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sculpture (fr)