sculpture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sculpture sculptures

sculpture (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το γλυπτό, το έργο γλυπτικής
    the sculptures of the Parthenon - τα γλυπτά του Παρθενώνα
  2. (μη μετρήσιμο) η γλυπτική, η τέχνη της δημιουργίας τρισδιάστατων μορφών ή παραστάσεων πάνω σε σκληρό υλικό
    ancient/abstract/monumental/modern sculpture - αρχαία/αφαιρετική/μνημειακή/μοντέρνα γλυπτική

Ρήμα[επεξεργασία]

sculpture (en)

  • γλύφω, αναπαριστώ μια μορφή σε τρεις διαστάσεις, ετοιμάζω ένα γλυπτό

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sculpture sculptures

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sculpture (fr)

  1. το γλυπτό
  2. η γλυπτική