sculpture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sculpture sculptures

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sculpture (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

sculpture (en)

  • γλύφω, αναπαριστώ μια μορφή σε τρεις διαστάσεις, ετοιμάζω ένα γλυπτό
Michelangelo sculptured the grand Pietá before he was twenty-five years old

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sculpture sculptures

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sculpture (fr)

  1. το γλυπτό
  2. η γλυπτική