saturation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.ty.ʁa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
saturation | saturations |
saturation (fr) θηλυκό
- ο κορεσμός