Μετάβαση στο περιεχόμενο

progression

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
progression progressions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

progression (fr) θηλυκό

  1. η πρόοδος
  2. η αύξηση

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη progrès