weather
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
weather (en)
- (μετεωρολογία) ο καιρός, οι καιρικές συνθήκες
- ↪ How is the weather?
- Πώς είναι ο καιρός;
- ↪ weather conditions - καιρικές συνθήκες
- ↪ How is the weather?
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | weather |
γ΄ ενικό ενεστώτα | weathers |
αόριστος | weathered |
παθητική μετοχή | weathered |
ενεργητική μετοχή | weathering |
weather (en)
- αντιμετωπίζω
- ↪ The government weathered the crisis successfully.
- H κυβέρνηση αντιμετώπισε την κρίση επιτυχώς.
- ↪ The government weathered the crisis successfully.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 398, 398-399. ISBN 9780194325684., λήμμα: καιρικός, καιρός