weather
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
weather (en)
- (μετεωρολογία) ο καιρός, οι καιρικές συνθήκες
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | weather |
γ΄ ενικό ενεστώτα | weathers |
αόριστος | weathered |
παθητική μετοχή | weathered |
ενεργητική μετοχή | weathering |
weather (en)
- αντιμετωπίζω
- ↪ The government weathered the crisis successfully.
- H κυβέρνηση αντιμετώπισε την κρίση επιτυχώς.
- ↪ The government weathered the crisis successfully.