weather

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: whether

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

weather (en)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας weather
γ΄ ενικό ενεστώτα weathers
αόριστος weathered
παθητική μετοχή weathered
ενεργητική μετοχή weathering

weather (en)

  • αντιμετωπίζω
    The government weathered the crisis successfully.
    H κυβέρνηση αντιμετώπισε την κρίση επιτυχώς.

Συνώνυμα[επεξεργασία]