εποχιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εποχικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εποχιακός η εποχιακή το εποχιακό
      γενική του εποχιακού της εποχιακής του εποχιακού
    αιτιατική τον εποχιακό την εποχιακή το εποχιακό
     κλητική εποχιακέ εποχιακή εποχιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εποχιακοί οι εποχιακές τα εποχιακά
      γενική των εποχιακών των εποχιακών των εποχιακών
    αιτιατική τους εποχιακούς τις εποχιακές τα εποχιακά
     κλητική εποχιακοί εποχιακές εποχιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εποχιακός < εποχή + -ιακός

Επίθετο

[επεξεργασία]

εποχιακός -ή -ό

  1. που αναφέρεται ή ανήκει σε μια εποχή
  2. (κατ’ επέκταση) ο προσωρινός
    εποχιακοί υπάλληλοι

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]