saisonnier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | saisonnier | saisonniers |
θηλυκό | saisonnière | saisonnières |
Επίθετο[επεξεργασία]
saisonnier (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
saisonnier (fr) αρσενικό