privilege
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɹɪv(ɪ)lɪdʒ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
privilege | privileges |
privilege (en)
- το προνόμιο
- (πληροφορική) δικαίωμα
- → δείτε τη λέξη permission