privilege

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpɹɪv(ɪ)lɪdʒ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
privilege privileges

privilege (en)

  1. το προνόμιο
  2. (πληροφορική) δικαίωμα
    → δείτε τη λέξη permission