nasal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
nasal (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nasal | nasaux |
θηλυκό | nasale | nasales |
nasal (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
nasal | nasaux |
nasal (fr) αρσενικό