sheep
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
sheep
(en)
ενικός
και
πληθυντικός
(
ζωολογία
)
πρόβατο
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Ζωολογία (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Ænglisc
العربية
Asturianu
Aymar aru
Azərbaycanca
Български
Català
ᏣᎳᎩ
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Français
Galego
Gaelg
हिन्दी
Hrvatski
Հայերեն
Interlingua
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Kernowek
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nāhuatl
Nederlands
Norsk nynorsk
Norsk
Occitan
Polski
Português
Română
Armãneashti
Русский
Simple English
Slovenčina
Gagana Samoa
Shqip
Српски / srpski
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
Тоҷикӣ
ไทย
Türkçe
Українська
اردو
Oʻzbekcha/ўзбекча
Vèneto
Tiếng Việt
Walon
中文
Bân-lâm-gú
IsiZulu