πρόβατο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρόβατο | τα | πρόβατα |
γενική | του | πρόβατου & προβάτου |
των | πρόβατων & προβάτων |
αιτιατική | το | πρόβατο | τα | πρόβατα |
κλητική | πρόβατο | πρόβατα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρόβατο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρόβατον < προβαίνω < προ + βαίνω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpɾo.va.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐βα‐το
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρόβατο ουδέτερο (θηλυκό: προβατίνα)
- (θηλαστικό ζώο) τετράποδο θηλαστικό οικόσιτο ζώο (επιστημονικό όνομα Ovis aries) που ζει σε κοπάδι· εκτρέφεται για το μαλλί του, καθώς και για το γάλα, από το οποίο φτιάχνεται τυρί, γιαούρτι κ.ά.
- (μεταφορικά) αφελής
- (μεταφορικά) ανόητος
- (μεταφορικά) άκακος
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- απολωλός πρόβατο: άσωτος, αμαρτωλός
- μαύρο πρόβατο: κάποιος που διαφέρει από τους άλλους ομοίους του, και γι' αυτό δεν τον αποδέχονται πλήρως και ζει αποσυνάγωγος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα: χρησιμοποιούν σε μια εργασία ή αποστολή τον πιο ακατάλληλο ή επικίνδυνο
- (ξε)χωρίζω τα πρόβατα απ' τα ερίφια: (ξε)χωρίζω τους καλούς από τους κακούς
- Όποιο πρόβατο βγαίνει απ' το μαντρί, το τρώει ο λύκος: όποιος αποστασιοποιείται από κάποια ομάδα, στην οποία ανήκε, διατρέχει κινδύνους
- ως πρόβατον επί σφαγήν: που εν αγνοία του οδηγείται στην καταστροφή
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- πρόβατο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)