αιγοπρόβατα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αιγοπρόβατα
      γενική των αιγοπροβάτων
    αιτιατική τα αιγοπρόβατα
     κλητική αιγοπρόβατα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιγοπρόβατα < αιγο- + πρόβατο στον πληθυντικό, (μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική γιδοπρόβατα [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ɣoˈpɾo.va.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐γο‐πρό‐βα‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αιγοπρόβατα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]