branch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

branch (en)

  1. κλαδί
  2. κλάδος
  3. υποκατάστημα
  4. (πληροφορική) κλάδος ή διακλάδωση σε εκτελέσιμο κώδικα
  5. (πληροφορική) κλάδος ή διακλάδωση σε σύστημα ελέγχου εκδόσεων (version control system)
    production branch - κλάδος παραγωγής (η επίσημη έκδοση του λογισμικου, το προϊόν που χρησιμοποιούν οι πελάτες)
    development branch - κλάδος ανάπτυξης (το λογισμικό υπό ανάπτυξη, δεν έχει ολοκληρωθεί, δεν έχει αποσφαλματωθεί)
Στην υποθετική εντολή IF, αν η συνθήκη A είναι αληθής (true) εκτελείται ο κλάδος κώδικα B, αλλιώς ο C

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • branch στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια