branch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
branch (en)
- κλαδί
- κλάδος
- υποκατάστημα
- (πληροφορική) κλάδος ή διακλάδωση σε εκτελέσιμο κώδικα
- (πληροφορική) κλάδος ή διακλάδωση σε σύστημα ελέγχου εκδόσεων (version control system)
- ↪ production branch - κλάδος παραγωγής (η επίσημη έκδοση του λογισμικου, το προϊόν που χρησιμοποιούν οι πελάτες)
- ↪ development branch - κλάδος ανάπτυξης (το λογισμικό υπό ανάπτυξη, δεν έχει ολοκληρωθεί, δεν έχει αποσφαλματωθεί)

Στην υποθετική εντολή IF, αν η συνθήκη A είναι αληθής (true) εκτελείται ο κλάδος κώδικα B, αλλιώς ο C
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
branch στην αγγλική Βικιπαίδεια