branch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
branch branches

branch (en)

  1. το κλαδί
    The strong wind snapped the branches off the tree.
    Ο δυνατός αέρας τσάκισε τα κλαδιά των δέντρων.
    The branches of the tree are in bloom.
    Τα κλαδιά των δέντρων είναι ανθισμένα.
  2. το υποκατάστημα, ένα τοπικό γραφείο ή κατάστημα που ανήκει σε μια μεγάλη εταιρεία ή οργανισμό
    The Savings Bank has branches all over Greece.
    Το Ταμιευτήριο έχει υποκαταστήματα σε όλη την Ελλάδα.
  3. ο κλάδος, ένα μέρος μιας κυβέρνησης ή άλλου μεγάλου οργανισμού που ασχολείται με μια συγκεκριμένη πτυχή
    The federal government of the USA consists of three distinct branches.
    Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ αποτελείται από τρεις διακριτούς κλάδους.
  4. ο κλάδος γνώσεων ή γλωσσών
    in this branch of medicine - σ' αυτόν τον κλάδο της ιατρικής
    the branches of the Indo-European family of languages - οι κλάδοι της ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας
  5. ο κλάδος οικογένειας
    the branch of a family (tree) - ο κλάδος οικογένειας
  6. (πληροφορική) ο κλάδος ή η διακλάδωση σε εκτελέσιμο κώδικα
  7. (πληροφορική) ο κλάδος ή η διακλάδωση σε σύστημα ελέγχου εκδόσεων (version control system)
    production branch - κλάδος παραγωγής (η επίσημη έκδοση του λογισμικου, το προϊόν που χρησιμοποιούν οι πελάτες)
    development branch - κλάδος ανάπτυξης (το λογισμικό υπό ανάπτυξη, δεν έχει ολοκληρωθεί, δεν έχει αποσφαλματωθεί)
Στην υποθετική εντολή IF, αν η συνθήκη A είναι αληθής (true) εκτελείται ο κλάδος κώδικα B, αλλιώς ο C

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας branch
γ΄ ενικό ενεστώτα branches
αόριστος branched
παθητική μετοχή branched
ενεργητική μετοχή branching

branch (en)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]