διακλάδωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακλάδωση < διακλαδώνω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική branchement)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.a.ˈkla.ðɔ.si/ και /ðʝa.ˈkla.ðɔ.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διακλάδωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διακλαδώνω
- (βοτανική) η διαίρεση του βλαστού ενός φυτού σε μεγαλύτερους ή μικρότερους κλάδους
- (ανατομία) ο χωρισμός των νεύρων, των αγγείων κ.λπ. σε μικρότερα τμήματα
- (κατ’ επέκταση) η διαίρεση ενός μεγαλύτερου τμήματος (δρόμος, σιδηρόδρομος) σε άλλα μικρότερα καθώς και το ίδιο το μικρότερο αυτό τμήμα
- (πληροφορική) συνώνυμο του κλάδος
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διακλαδώνω και κλαδί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακλάδωση
|