υποκατάστημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποκατάστημα ουδέτερο
- δευτερεύον κατάστημα που εξαρτάται από το κύριο ή το κεντρικό κατάστημα