τοξοπλάσμωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τοξοπλάσμωση | οι | τοξοπλασμώσεις |
γενική | της | τοξοπλάσμωσης* | των | τοξοπλασμώσεων |
αιτιατική | την | τοξοπλάσμωση | τις | τοξοπλασμώσεις |
κλητική | τοξοπλάσμωση | τοξοπλασμώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τοξοπλασμώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τοξοπλάσμωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τοξοπλάσμωση θηλυκό
- ασθένεια που προκαλείται από το πρωτόζωο Toxoplasma gondii
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τοξοπλάσμωση