εκλεκτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκλεκτικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐκλεκτικ(ότης) + -ότητα < → δείτε τη λέξη εκλεκτικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.kle.ktiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κλε‐κτι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκλεκτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του εκλεκτικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκλεκτικότητα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)