Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Ειδικές σελίδες
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
λεπτοκαμωμένος
Προσθήκη γλωσσών
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λεπτοκαμωμέν
ος
η
λεπτοκαμωμέν
η
το
λεπτοκαμωμέν
ο
γενική
του
λεπτοκαμωμέν
ου
της
λεπτοκαμωμέν
ης
του
λεπτοκαμωμέν
ου
αιτιατική
τον
λεπτοκαμωμέν
ο
τη
λεπτοκαμωμέν
η
το
λεπτοκαμωμέν
ο
κλητική
λεπτοκαμωμέν
ε
λεπτοκαμωμέν
η
λεπτοκαμωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λεπτοκαμωμέν
οι
οι
λεπτοκαμωμέν
ες
τα
λεπτοκαμωμέν
α
γενική
των
λεπτοκαμωμέν
ων
των
λεπτοκαμωμέν
ων
των
λεπτοκαμωμέν
ων
αιτιατική
τους
λεπτοκαμωμέν
ους
τις
λεπτοκαμωμέν
ες
τα
λεπτοκαμωμέν
α
κλητική
λεπτοκαμωμέν
οι
λεπτοκαμωμέν
ες
λεπτοκαμωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
λεπτοκαμωμένος
<
λεπτο-
+
καμωμένος
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
λεπτοκαμωμένος
, -η, -ο
που είναι
λεπτός
,
αδύνατος
, από φυσικού του
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
λεπτοκαμωμένος
αγγλικά
:
dainty
(en)
Κατηγορίες
:
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα λεπτο- (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
λεπτοκαμωμένος
Προσθήκη γλωσσών
Προσθήκη θέματος