chin
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chin | chins |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chin (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chin (ro)
ενικός | πληθυντικός |
chin | chins |
chin (en)
chin (ro)