printer
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
printer | printers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]printer (en)
- (τεχνολογία) ο εκτυπωτής
- (επάγγελμα) ο τυπογράφος, ο εκτυπωτής
ενικός | πληθυντικός |
printer | printers |
printer (en)