Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
→ λείπει η μετάφραση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
- σχετικός με έντυπες εκδόσεις
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | |
γ΄ ενικό ενεστώτα | prints |
αόριστος | printed |
παθητική μετοχή | printed |
ενεργητική μετοχή | printing |
print (en)
- (μεταβατικό) εκτυπώνω, αντιγράφω κάτι σε μια επιφάνεια με μηχάνημα
- ↪ print the draft double-spaced so we can mark changes between the lines → λείπει η μετάφραση
- ↪ the circuitry is printed onto the semiconductor surface
- (μεταβατικό και αμετάβατο) γράφω κάτι με το χέρι καθαρά, χωρίς να συνδέω τα γράμματα μεταξύ τους
- ↪ Print your name here and sign below.
- ↪ I'm only in grade 2, so I only know how to print.
- (μεταβατικό) τυπώνω, δημοσιεύω κάτι σε βιβλίο, εφημερίδα κλπ
- ↪ How could they print an unfounded rumor like that?
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- (μη μετρήσιμο) τα βιβλία και τα άλλα έντυπα εν γένει
- ↪ Three citations are required for each meaning, including one in print.
- ↪ TV and the internet haven't killed print
- (μη μετρήσιμο) καθαρό γράψιμο με το χέρι, χωρίς να συνδέονται τα γράμματα μεταξύ τους
- ↪ Write in print using block letters.
- (μη μετρήσιμο) τα γράμματα που σχηματίζουν ένα κείμενο
- ↪ The print is too small for me to read.
- το αποτύπωμα, το τύπωμα
- ↪ Using a crayon, the girl made a print of the leaf under the page.
- ↪ The shirt had a playful palm print
- Το πουκάμισο είχε ένα παιχνιδιάρικο τύπωμα φοίνικα
- το δακτυλικό αποτύπωμα
- ≈ συνώνυμα: fingerprint.
- ↪ Did the police find any prints at the scene?
- πατημασιά, ίχνος, χνάρι
- (τέχνη) ένα σχέδιο που έχει εκτυπωθεί σε πολλά αντίγραφα (πχ χαρακτικό, γκραβούρα κλπ)
- (φωτογραφία) μια φωτογραφία που έχει εκτυπωθεί από το αρνητικό
- (κινηματογράφος) το αντίγραφο ενός φιλμ που μπορεί να προβληθεί
- εμπριμέ ρούχο
[επεξεργασία]
- blueprint
- fine print
- fingerprint
- footprint
- in print
- newsprint
- out of print
- pawprint
- printmaking
- printout
- small print
- thumbprint
Κροατικά (hr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- print (άμεσο δάνειο) αγγλική print
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- εκτύπωση από εκτυπωτή ηλεκτρονικού υπολογιστή
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες μεταφράσεις (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (κροατικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (κροατικά)
- Κροατική γλώσσα
- Ουσιαστικά (κροατικά)