print

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

λείπει η μετάφραση

Δείτε επίσης: Print

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /prɪnt/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

print

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας print
γ΄ ενικό ενεστώτα prints
αόριστος printed
παθητική μετοχή printed
ενεργητική μετοχή printing

print (en)

  1. (μεταβατικό) εκτυπώνω, αντιγράφω κάτι σε μια επιφάνεια με μηχάνημα
    print the draft double-spaced so we can mark changes between the lines λείπει η μετάφραση
    the circuitry is printed onto the semiconductor surface
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) γράφω κάτι με το χέρι καθαρά, χωρίς να συνδέω τα γράμματα μεταξύ τους
    Print your name here and sign below.
    I'm only in grade 2, so I only know how to print.
  3. (μεταβατικό) τυπώνω, δημοσιεύω κάτι σε βιβλίο, εφημερίδα κλπ
    How could they print an unfounded rumor like that?

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

print

  1. (μη μετρήσιμο) τα βιβλία και τα άλλα έντυπα εν γένει
    Three citations are required for each meaning, including one in print.
    TV and the internet haven't killed print
  2. (μη μετρήσιμο) καθαρό γράψιμο με το χέρι, χωρίς να συνδέονται τα γράμματα μεταξύ τους
    Write in print using block letters.
  3. (μη μετρήσιμο) τα γράμματα που σχηματίζουν ένα κείμενο
    The print is too small for me to read.
  4. το αποτύπωμα, το τύπωμα
    Using a crayon, the girl made a print of the leaf under the page.
    The shirt had a playful palm print
    Το πουκάμισο είχε ένα παιχνιδιάρικο τύπωμα φοίνικα
  5. το δακτυλικό αποτύπωμα
     συνώνυμα: fingerprint.
    Did the police find any prints at the scene?
  6. πατημασιά, ίχνος, χνάρι
     συνώνυμα: footprint
  7. (τέχνη) ένα σχέδιο που έχει εκτυπωθεί σε πολλά αντίγραφα (πχ χαρακτικό, γκραβούρα κλπ)
  8. (φωτογραφία) μια φωτογραφία που έχει εκτυπωθεί από το αρνητικό
  9. (κινηματογράφος) το αντίγραφο ενός φιλμ που μπορεί να προβληθεί
  10. εμπριμέ ρούχο

Συγγενικά[επεξεργασία]



Κροατικά (hr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

print (άμεσο δάνειο) αγγλική print

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

print

  • εκτύπωση από εκτυπωτή ηλεκτρονικού υπολογιστή

Συγγενικά[επεξεργασία]