έντυπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
έντυπος
- κάποιος που είναι τυπωμένος στο χαρτί
- για κείμενο ή λέξη γραμμένη στην έντυπη νορβηγική - τα έντυπα νορβηγικά - τα bokmål
- είναι διάλεκτος των βιβλίων δηλαδή περιορισμένης-σαφούς χρήσης λόγια διάλεκτος, όχι ομιλητική διάλεκτος