blueprint
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
blueprint | blueprints |
blueprint (en)
- (ζωγραφική) τεχνικό σχέδιο
- αναλυτικό γραμμικό σχέδιο
- κυανοτυπία
- πρότυπο, προσχέδιο
- (μεταφορικά) βασικές, θεμελιώδεις ιδέες ή αρχές
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
blueprint στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Blueprints, εικόνες στα Wikimedia Commons