blue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός blue
συγκριτικός bluer / more blue
υπερθετικός bluest / most blue

blue (en)

  1. μπλε
  2. μελανιάζω, ένα άτομο ή ένα μέρος του σώματός του φαίνεται μπλε, επειδή το άτομο είναι κρύο ή δεν μπορεί να αναπνεύσει εύκολα
    I was turning blue from the cold.
    Μελάνιασα από το κρύο.
  3. (ανεπίσημο) θλιμμένος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
blue blues

blue (en)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]