fingerprint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fingerprint fingerprints

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fingerprint < finger + print

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fingerprint (en)

  • το δακτυλικό αποτύπωμα
    Burglars wear gloves so as to not leave fingerprints.
    Οι διαρρήκτες φορούν γάντια, για να μην αφήνουν δακτυλικά αποτυπώματα.

Πηγές[επεξεργασία]