Μετάβαση στο περιεχόμενο

finger

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
finger fingers

finger (en)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

finger (ang)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

finger (da)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

finger (no)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

finger (sv)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

finger (fy)