nut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
nut | nuts |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]nut (en)
- (ξηρός καρπός) το καρύδι
- (πληθυντικός) → δείτε τη λέξη nuts οι ξηροί καρποί
- (οικείο) ο χαζός, ο παλαβός