nut

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
nut nuts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nut (en)

  1. (ξηρός καρπός) το καρύδι
  2. (πληθυντικός) → δείτε τη λέξη nuts οι ξηροί καρποί
  3. (οικείο) ο χαζός, ο παλαβός

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]