reconstruction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
reconstruction (en)
- η ανακατασκευή, η ανάπλαση
- (μνημονική) η διασκευή μνήμης
- η αναπαράσταση ενός εγκλήματος από τις αστυνομικές αρχές
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
reconstruction | reconstructions |
reconstruction (fr) θηλυκό
- η αναδόμηση
- η ανασυγκρότηση
- η ανακατασκευή
- η ανάπλαση
- η ανοικοδόμηση
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη reconstruire