Μετάβαση στο περιεχόμενο

trap

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
trap traps

trap (en)

ενεστώτας trap
γ΄ ενικό ενεστώτα traps
αόριστος trapped
παθητική μετοχή trapped
ενεργητική μετοχή trapping

trap (en)

  • παγιδεύω, παγιδεύομαι
      I trapped an animal - παγίδευσαν ένα ζώο
      we were trapped in the elevator - παγιδευτήκαμε στο ασανσέρ