Μετάβαση στο περιεχόμενο

trapping

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
trapping trappings

trapping (en)

  • εορταστική ενδυμασία ίππου

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

trapping (en)