trapping
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
trapping | trappings |
trapping (en)
- εορταστική ενδυμασία ίππου
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]trapping (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του trap