trapping
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trapping | trappings |
trapping (en)
- εορταστική ενδυμασία ίππου
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
trapping (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του trap